Ο οίκτος είναι απάνθρωπο συναίσθημα.
 

Κάθε χρόνο, τις μέρες που πλησιάζουνε στην «εορτή της χριστιανοσύνης» αλλά και στον εορτασμό της Πρωτοχρονιάς, δίνουν και παίρνουν οι ελεημοσύνες, οι φιλανθρωπίες και τα έτερα αγαπησιάρικα που σπεύδουν να διαπράξουν οι “φιλάνθρωποι” χριστιανοί. Ικανοποιώντας με αυτό τον τρόπο το αίσθημα της ασαφούς και συγκεχυμένης έννοιας της «αγάπης» που ενισχύει τον παντελώς στερούμενο άλλων ανώτερων συναισθημάτων Χριστιανισμό, αλλά και παράλληλα εκπληρώνει επίσης το όνειρο ανεύρεσης ενός εξαιρετικά βολικού άλλοθι για τα φανταστικά ή πραγματικά αισθήματα ενοχής που κατατρώγουν στα βάθη της ύπαρξης την συνείδηση. Κανένας Χριστιανός δεν μπορεί να τεκμηριώσει ΛΟΓΙΚΑ την ύπαρξη της έννοιας της “αγάπης”, όπως αυτή προσδιορίζεται στον Χριστιανισμό. (και αν υπάρχει κάποιος, πολύ θα χαρούμε να μας εκθέσει τα επιχειρήματά του για τη σύσταση τουλάχιστο αυτής της περιβόητης «αγάπης».) Το εύρος του μη προσδιορίσιμου της χριστιανική “αγάπης”, πολύ εύκολα περικλείει εντός του, όλες τις ανθρώπινες πράξεις, προσδίδοντάς τους μια προτροπή. Την προτροπή της εκπλήρωσης της Γιαχβικής θελήσεως. Έτσι λοιπόν ο σφαγιασμός των “ειδωλολατρών”, το κάψιμο των “αιρετικών” κ.α. εντάσσονται κάλλιστα μέσα στην ομιχλώδη αγάπη του Γιαχβέ και του Υιού του για τον περιούσιο λαό του, στον οποίον εντάσσονται 100% και οι χριστιανοί (ασχέτως αν η προσφιλέστατή τους “Αποκάλυψη”, το πιό παραληρηματικό βιβλίο όλων των αιώνων, τονίζει αρκετά σαφώς ότι θα την γλυτώσουν τελικά μόνο 144.000 καθαρόαιμοι Εβραίοι, αρσενικοί μάλιστα μόνον και παρθένοι !!).

Αλλά ας εξετάσουμε και την περίπτωση των λεγόμενων “χριστιανικών αγαθοεργιών”. Το πώς δηλαδή ερμηνεύεται μια πράξη ελεημοσύνης από κάποιον ευεργετημένο, αν όχι παρά ως μια πράξη εκδήλωσης της θεϊκής αγάπης, ως μια εκδήλωση ενός αναπάντεχου θαύματος; Η (μεταξύ μας, ανύπαρκτη) επιφάνεια του Γιαχβέ ερμηνεύεται ως θαύμα μέσα στην νεφελώδη “αγάπη” του. Η αναμονή ενός θαύματος (μιας ακρόασης από τον ίδιο το θεό) αν μεταφερθεί στο επίπεδο του κοινωνικού ιστού, σχηματοποιεί την εκδήλωση της θεϊκής αγάπης ωσαν μία υποκατάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης. Η «αγάπη» αντικαθιστά το αίτημα για κοινωνική δικαιοσύνη. Με τον ίδιο τρόπο η αναμονή του θαύματος υποκαθιστά την πολιτική πράξη, και κατ’επέκτασιν, το θεόδουλο όν αντικαθιστά το πολιτικό άτομο. Αυτή δε, η υποκατάσταση αποτελεί τον μέγιστο πολιτικό κίνδυνο που απείλησε ποτέ την πεπολιτισμένη ανθρωπότητα (γιατί και η επιλογή για την άρνηση πολιτικής δράσεως, είναι μια πολιτική απόφαση).

Όποιος λοιπόν διαθέτει δυο χιτώνες θα πράξει άριστα αν  τους κρατήσει και τους δυο, μιας και η αναμενόμενη Άνοιξη δεν φαίνεται ν΄ αργεί.. Το κείμενο του Καρόλου Μπωντλαίρ που ακολουθεί, ένα κείμενο με στοιχεία παραβολής που παραμένει το ίδιο επίκαιρο από την εποχή που γράφτηκε, μας καλεί όχι «να δείρουμε τους πτωχούς», αλλά ν΄ αναλογισθούμε κατά πόσο ο οίκτος είναι ένα απάνθρωπο συναίσθημα. Το κείμενο μας διδάσκει επίσης ότι η αξιοπρέπεια, και η υπερηφάνεια είναι ιερά ιδανικά και πολύ δύσκολα κατακτούνται, συνάμα όμως είναι και αυτά που καθορίζουν τους Άριστους των μικρών και θλιβερών ημερών μας.

Κ. Κ.
 

«ΝΑ ΔΕΙΡΟΥΜΕ ΤΟΥΣ ΠΤΩΧΟΥΣ»
του Καρόλου Μπωντλαίρ

Είχα μείνει, για δεκαπέντε ημέρες, κλεισμένος στην κάμαρή μου και περιτριγυρισμένος από συγγράμματα που κυκλοφορούσαν ευρέως κατά την εποχή εκείνη (πάνε δεκαέξι ή δεκαεπτά έτη), ομιλώ για βιβλία που πραγματεύονται την τέχνη του να κάνεις τους λαούς ευτυχείς, σοφούς και εύπορους, μέσα σε είκοσι-τέσσερις ώρες. Μελέτησα λοιπόν -καταβρόχθισα, στην πραγματικότητα- όλες τις πραγματείες αυτών των πραγμάτων δημόσιας ευτυχίας, αυτών που παροτρύνουν τους πτωχούς να γίνουν σκλάβοι και αυτών που τους πείθουν ότι είναι όλοι τους έκπτωτοι βασιλείς. -Δεν θα εξέπληττε λοιπόν κανέναν το γεγονός ότι περιήλθα σε μια πνευματική κατάσταση που ελάχιστα απείχε από τον ίλιγγο αλλά και από την ηλιθιότητα.

Παρ΄ όλα αυτά είχα την έντονη αίσθηση ότι στο βάθος της διάνοιάς μου εκρύβετο το σκοτεινό σπέρμα μιας ιδέας υψηλότερης από όλα τα ηθικής φύσεως γνωμικά που είχα προσφάτως συναντήσει στις μελέτες μου. Αλλά δεν ήταν παρά η υποψία μιας ιδέας, κάτι απέραντα φευγαλέο. Και βγήκα έξω με μια μεγάλη δίψα. Διότι η παθιασμένη προτίμησις για τα άσχημα αναγνώσματα γεννά μία ανάλογη ανάγκη για καθάριο αέρα και αναζωογονητικά ποτά.

Καθώς ετοιμαζόμουν να διαβώ το κατώφλι μιας ταβέρνας, ένας ζητιάνος μου έτεινε το καπέλο του, κοιτώντας με μ΄ένα από εκείνα τα αλησμόνητα βλέμματα που θα αναποδογύριζαν τους θρόνους, αν το πνεύμα εδύνατο να κινήσει την ύλη και εάν η κόρη του ματιού ενός υπνωτιστή εδύνατο να επιταχύνει την ωρίμανση των σταφυλιών.

Συγχρόνως, άκουσα μια φωνή να ψιθυρίζει στο αυτί μου, μια φωνή που αμέσως αναγνώρισα. Ήταν η φωνή ενός ευμενούς Αγγέλου ή ενός αγαθού Δαίμονος, που με συνοδεύει πάντοτε. Αφού ο Σωκράτης είχε τον αγαθό του Δαίμονα, γιατί να μην έχω την τιμή, όπως και ο Αθηναίος φιλόσοφος, να αποκτήσω το δικό μου πτυχίο σχιζοφρένειας, με τις υπογραφές του οξυδερκούς Λελύ και του πολυμαθούς Μπαγιαρζέ ; (1)  Υπάρχει ετούτη η διαφορά ανάμεσα στον Δαίμονα του Σωκράτη και στον δικό μου, ότι ενώ στον Σωκράτη δεν εκδηλωνόταν παρά  για να τον προειδοποιήσει ή να τον αποτρέψει, ο δικός μου καταδέχεται να συμβουλεύσει, να προτείνει, να πείσει. Ο Σωκράτης είχε απλώς αποτρεπτικό Δαίμονα, ο δικός μου είναι ένας Δαίμων που καταφάσκει, ένας Δαίμων της δράσεως και του αγώνος.

Τώρα λοιπόν, η φωνή του μου εψιθύριζε: «Ίσος με ένα άλλον είναι μόνον εκείνος που το αποδεικνύει, και άξιος της ελευθερίας είναι μόνον εκείνος που γνωρίζει να την κατακτά».

Αμέσως, όρμησα επάνω στον ζητιάνο μου. Με μια μόνον γροθιά μου, το ένα του μάτι έγινε, μέσα σ΄ ένα δευτερόλεπτο, χονδρό σαν μπαλάκι. Έσπασα ένα από τα νύχια μου για να του καταστρέψω δυο δόντια και επειδή δεν αισθανόμουν αρκετά ρωμαλέος καθώς ήμουν εκ γενετής κάπως αδύναμος και ελάχιστα είχα ασκηθεί στην πυγμαχία, για να καταβάλλω γρήγορα εκείνον τον γέροντα, τον τράβηξα με το ένα χέρι από την άκρη του πουκαμίσου του, και με το άλλο, τον έπιασα από τον λαιμό και άρχισα να του κτυπώ με μεγάλη δύναμη το κεφάλι σ΄ έναν τοίχο.

Οφείλω να ομολογήσω ότι είχα ήδη διαπιστώσει με μια γρήγορη ματιά πως, σε εκείνη την ερημική συνοικία, ευρισκόμουν, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, έξω από την εποπτεία κάθε αστυνομικού. Στην συνέχεια και αφού, με ένα λάκτισμα στην πλάτη αρκετά ισχυρό για να πάθει κάταγμα, εγκρέμισα κάτω εκείνον τον ασθενικό εξηντάχρονο, άρπαξα ένα χονδρό κλαδί δένδρου που εσέρνετο στο έδαφος και τον εκτύπησα με την πεισματική δύναμη που βάζουν οι μάγειροι όταν θέλουν να μαλακώσουν ένα φιλέτο.

Αίφνης, ώ, έργο θαυμαστό ! ώ, ηδονή του φιλοσόφου που επαληθεύει την αρτιότητα της θεωρίας του ! - είδα εκείνο το γέρικο κουφάρι να συστρέφεται, να σηκώνεται επάνω με μια ενέργεια που δεν θα την υποπτευόμουν ποτέ μέσα σε μια τόσο ξεχαρβαλωμένη μηχανή και, με ένα βλέμμα μίσους που μου εφάνη άριστος οιωνός, ο ετοιμόρροπος αγύρτης όρμησε επάνω μου, μου εμαύρισε τα δυο μάτια, μου έσπασε τέσσερα δόντια και, με το ίδιο κλαδί δένδρου, με έσπασε στο ξύλο. Με το δραστικό θεραπευτικό μου σύστημα, του είχα λοιπόν ξαναδώσει την υπερηφάνεια και την ζωή.

Τότε, του έκανα πολλά νεύματα για να καταλάβει ότι θεωρούσα την συζήτηση τελειωμένη και καθώς εσηκωνόμουν με την ικανοποίηση ενός φιλοσόφου της Στοάς, του είπα: «Κύριε, είσθε ίσος μου ! Κάνετέ μου λοιπόν την τιμή να μοιρασθείτε μαζί μου το πουγκί μου και να θυμάστε, εάν όντως είσθε φιλάνθρωπος, ότι οφείλετε να επαληθεύετε, στις πλάτες όλων των συναδέλφων σας, όταν θα σας ζητούν ελεημοσύνη, την θεωρία που τόσο οδυνηρά επαλήθευσα επάνω σας». Μου ορκίσθηκε ότι είχε κατανοήσει την θεωρία μου και ότι θα ακολουθούσε τις συμβουλές μου.

Από το έργο του Μπωντλαίρ, «Η Μελαγχολία του Παρισιού». Η μετάφραση είναι της Ουρανίας Τουτουντζή, και έγινε από το βιβλίο: «Baudelaire. Oeyvres Completes» των εκδόσεων «Robert Laffont» Παρίσι, 1980, Σελ. 209-210

(1) Ο Μπωντλαίρ ειρωνεύεται εδώ το έργο του Λελύ «Περί του Δαίμονος του Σωκράτους» (1836). Ο Μπαγιαρζέ και ο Λελύ ήσαν διάσημοι ψυχίατροι της εποχής.